- ικνευμενως
- ἱκνευμένωςнадлежащим образом, законно
(οὐκ ἱ. βασιλεύειν Her.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(οὐκ ἱ. βασιλεύειν Her.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἱκνευμένως — ἱκνέομαι come pres part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ικνουμένως — ἱκνουμένως, ιων. τ. ικνευμένως (Α) επίρρ. όπως πρέπει, όπως αρμόζει, ορθά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ενεστ. ἱκνούμενος τού ρ. ἱκνοῦμαι] … Dictionary of Greek